- καταπιμελής
- καταπιμελής, -ές (Α)πολύ παχύς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πιμελής «παχύς»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπιμελέστατον — καταπιμελής masc acc superl sg καταπιμελής neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπίμελος — καταπίμελος, ον (Α) 1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής*, πολύ πλούσιος ή εύφορος 2. πολύ λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ πίμελος, περι πίμελος] … Dictionary of Greek